πορτούλα

πορτούλα
η, Ν [πόρτα]
υποκορ. μικρή πόρτα, πορτίτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πορτέλο — (I) το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portello, υποκορ. τού porta]. (II) το, Ν μπορντέλο, οίκος ανοχής …   Dictionary of Greek

  • πορτίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. * * * η, Ν [πόρτα] υποκορ. πορτούλα, πορτάκι …   Dictionary of Greek

  • πορτοπούλα — η, Ν πορτούλα, μικρή πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα + πούλα (θηλ. τού πουλος*)] …   Dictionary of Greek

  • πόρταλο — το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα + κατάλ. αλο (πρβλ. κρότ αλο, πέτ αλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”